τζάκι

τζάκι
Χώρος, που χρησιμοποιείται για την καύση ξύλων με σκοπό τη θέρμανση και ο οποίος αποτελείται από την εστία, τον καπναγωγό και το τμήμα της καπνοδόχου, που βρίσκεται κάτω από τη στέγη. Το τ. εμφανίζεται στις πατροπαράδοτες μορφές του κατά τον Μεσαίωνα. Τα ωραιότερα τ. είναι της γοτθικής περιόδου και διαθέτουν μεγάλες κονσόλες, που υποστηρίζουν έναν υψηλό θόλο, διακοσμημένο με οικόσημα και παράσημα. Κατά την περίοδο της Αναγέννησης, αν και η δομή τους παρέμεινε ουσιαστικά η ίδια, πλουτίστηκαν σε διακοσμήσεις και περιορίστηκαν σε διαστάσεις. Στην εποχή μας τα τ. αντικαταστάθηκαν από αποτελεσματικότερα συστήματα θέρμανσης και διατηρούνται ως στοιχείο διακόσμησης και επίπλωσης. Σε μερικές χώρες υπάρχει και ένας τύπος υπαίθριου τ. για κήπους και βεράντες, το λεγόμενο μπάρμπεκιου.
* * *
το, Ν
1. ιδιαίτερος, κτιστός χώρος μέσα στο σπίτι για το άναμμα φωτιάς, εστία, γωνιά, παραγώνι
2. μτφ. γενιά, οικογένεια, σόι
3. στον πληθ. τα τζάκια
οι ευγενείς, οι προύχοντες
4. φρ. «είναι από τζάκι» ή «είναι από μεγάλο τζάκι» — κατάγεται από ονομαστή οικογένεια, από αρχοντική γενιά, από οικογένεια ευγενών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. ocak, μέσω ενός μσν. τ. ὀτζάκι].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • τζάκι — το ιού (λ. τουρκ.) 1. εστία, παραγώνι, παραστιά. 2. ξακουστή οικογένεια, σόι, σπιτικό: Είναι από τζάκι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τζακί — Χώρος, που χρησιμοποιείται για την καύση ξύλων με σκοπό τη θέρμανση και ο οποίος αποτελείται από την εστία, τον καπναγωγό και το τμήμα της καπνοδόχου, που βρίσκεται κάτω από τη στέγη. Το τ. εμφανίζεται στις πατροπαράδοτες μορφές του κατά τον… …   Dictionary of Greek

  • παραγώνι — το 1. μέρος κοντά στη γωνιά, κοντά στο τζάκι 2. (κατ επέκτ.) εστία, τζάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + γωνιά] …   Dictionary of Greek

  • τσιμιά — και τσιμινιά, η, Ν τζάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < τσιμινιέρα, κατά το γωνιά «τζάκι»] …   Dictionary of Greek

  • Κένεντι, Τζον Φιτζέραλντ — (John Fitzgerald Kennedy, Μπρούκλιν 1917 – Ντάλας 1963). Αμερικανός πολιτικός, πρόεδρος των ΗΠΑ (1960 63). Ήταν γόνος πλούσιας οικογένειας ιρλανδικής καταγωγής, δευτερότοκος γιος του επιχειρηματία Τζόζεφ Κένεντι, ο οποίος διετέλεσε πρεσβευτής των …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο Μπενάκη — Το Μ.Μ. μετά από εργασίες που διήρκεσαν επτά περίπου χρόνια, άνοιξε τις πόρτες του στο κοινό στις 7 Iουνίου 2000. Tο στεγασμένο σε ένα από τα επιβλητικότερα νεοκλασικά κτίρια της Aθήνας (Κουμπάρη 1) μουσείο ιδρύθηκε από τον ευπατρίδη Aντώνη… …   Dictionary of Greek

  • Σλοβακία — Η Σλοβακία βρίσκεται στην καρδιά της Ευρώπης, στα ανατολικά της Τσεχίας. Συνορεύει με την Πολωνία στα Β, με την Ουκρανία στα Α, με την Ουγγαρία στα Ν και με την Αυστρία στα Δ.Μέχρι το 1993 η Σλοβακία αποτελούσε με την Τσεχία το ενιαίο κράτος της… …   Dictionary of Greek

  • Σουηδία — Κράτος της Βόρειας Ευρώπης μεταξύ της Φινλανδίας και της Νορβηγίας.H Σουηδία (Konungariket Sverige) είναι η μεγαλύτερη από τις σκανδιναβικές χώρες. Tα σύνορά της, που καθορίστηκαν μόνιμα με το Σύμφωνο της Bιέννης (1815), ορίζονται φυσικά από την… …   Dictionary of Greek

  • Σποράδες — Έτσι ονομάζονταν στην αρχαιότητα τα κατασπαρμένα νησιά του Αιγαίου, του Κρητικού και του Καρπάθιου πελάγους, σε αντίθεση προς το νησιωτικό κύκλο, που περιέκλειε τη Δήλο. Στα νεώτερα χρόνια είχε επικρατήσει να ονομάζονται Ανατολικές Σ. τα κατά… …   Dictionary of Greek

  • Σταχτοπούτα — Ηρωίδα λαϊκού παραμυθιού, προγονή κακιάς μητριάς η οποία τη βασάνιζε με βαριές οικιακές εργασίες. Η Σ., κατά το παραμύθι, συνήθιζε να κάθεται κοντά στο τζάκι, λερωμένη με στάχτες, γεγονός από το οποίο πήρε και το όνομά της. Ο βασιλιάς της χώρας… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”